εξώδικος

εξώδικος
η , ο [ος , ον ]
1) юр. сделанный без определения суда, внесудебный;

εξώδικ διαμαρτυρία — внесудебный протест;

2) неофициальный;

εξώδικη πληροφορία — информация, исходящая от неофициальных лиц


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εξώδικος" в других словарях:

  • εξώδικος — η, ο 1. (για ενέργειες που αφορούν έννομα συμφέροντα) αυτός που δεν επιβάλλεται, δεν γίνεται μέσω δικαστηρίου («εξώδικα μέτρα») 2. (για έγγραφα) αυτός που κοινοποιείται με δικαστικό κλητήρα («εξώδικη διαμαρτυρία, πρόσκληση») 3. (για πληροφορία)… …   Dictionary of Greek

  • εξώδικος — η, ο επίρρ. α 1. (για δικονομικές διατυπώσεις), που γίνεται όχι μέσω των δικαστικών αρχών, που δεν επιβάλλεται από δικαστήριο: Εξώδικη πρόσκληση. 2. (για πληροφορίες), που προέρχεται όχι από αρμόδια και επίσημα όργανα, αλλά από τρίτους, ανεπίσημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έξω — και όξω (AM ἔξω) επίρρ. 1. (με ρ. κινήσεως ή στάσεως) στο εξωτερικό μέρος ενός χώρου («πήγαινε έξω», «βγήκε έξω») 2. (το ρ. εξυπακούεται) δηλώνει αίτημα για αποπομπή («έξω οι βάσεις», «καὶ ὁ μὲν ἡγεῑτο λέγων ἔξω χριστιανούς», Λουκιαν. Αλ.) 3. (σε …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»